- ψυχραιμία
- ηαταραξία, απάθεια, αυτοκυριαρχία: Αντιμετώπισε τον κίνδυνο με ψυχραιμία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχραιμία — η, Ν 1. (για πρόσ.) ήρεμη ψυχική κατάσταση, αταραξία, αυτοκυριαρχία («αντιμετώπισε τον κίνδυνο με ψυχραιμία») 2. (για ζώο) η ιδιότητα τού ψυχρόαιμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχραιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Σπ. Ν. Βασιλειάδη] … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
ανεκπληξία — ἀνεκπληξία, η (Α) αφοβία, αταραξία, ψυχραιμία … Dictionary of Greek
ανθρώπινος — η, ο (AM ἀνθρώπινος, η, ον και ος, ον) 1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση 2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ αυτόν αρχ. μσν. 1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους «ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ… … Dictionary of Greek
αοργησία — ἀοργησία, η (AM) [αόργητος] η συγκράτηση της οργής, η ψυχραιμία, η πραότητα αρχ. πλήρης έλλειψη οργής … Dictionary of Greek
απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… … Dictionary of Greek
ευθυμώ — (ΑΜ εὐθυμῶ, έω) [εύθυμος] είμαι εύθυμος, βρίσκομαι σε εύθυμη, σε χαρούμενη κατάσταση νεοελλ. βρίσκομαι σε ελαφρά μέθη («ήπιε λίγο κρασί και ευθύμησε») μσν. 1. χαίρομαι 2. ξενοιάζω αρχ. 1. κάνω κάποιον εύθυμο, προκαλώ ευθυμία σε κάποιον 2. παθ.… … Dictionary of Greek
θερμουργία — θερμουργία, ἡ (Α) [θερμουργός] παράτολμη ενέργεια, ενέργεια χωρίς ψυχραιμία … Dictionary of Greek